τσάρος

τσάρος
ο
(λ. σλαβ.)
1. μεσαιωνικός τίτλος των ηγεμόνων της Βουλγαρίας.
2. τίτλος των αυτοκρατόρων της Ρωσίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσάρος — ο, Ν 1. τίτλος τών αυτοκρατόρων τής παλαιάς Ρωσίας 2. τίτλος τών πρώην ηγεμόνων και βασιλέων τής Βουλγαρίας 3. μτφ. πρόσωπο που ασκεί απόλυτη εξουσία σε έναν διοικητικό τομέα («ο τσάρος τής οικονομίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. tsar < γοτθ. Kaisar… …   Dictionary of Greek

  • Μπόρις Γκοντουνόφ — Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Βλ. λ. Γκοντουνόφ, Μπόρις …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Σφεδίσλαβος — Τσάρος της Βουλγαρίας (1293 1322). Ονομαζόταν και Σφενδοσλάβος. Ήταν γιος του Γεώργιου A’ Τερτερή, ιδρυτή της κομανικής δυναστείας. Στην περίοδο 1305 1306 νίκησε τους Βυζαντινούς, με τους οποίους αργότερα συνήψε συνθήκη φιλίας. Νυμφεύτηκε την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… …   Dictionary of Greek

  • Βόρις ή Μπόρις — Όνομα Βουλγάρων ηγεμόνων. 1. Β. Α’ (; – 907). Τσάρος των Βουλγάρων (852 889). Αρχικά προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Κροατίας, δίχως όμως επιτυχία. Υπήρξε διορατικός και δραστήριος ηγεμόνας,… …   Dictionary of Greek

  • Γκοντουνόφ, Μπόρις — (Boris Godunov, 1552 – 1605).Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Παντρεύτηκε την κόρη του δήμιου και εκτελεστή των διαταγών του τσάρου Ιβάν, Μαλούτα Σκουράτοφ. Όταν πέθανε ο τσάρος και τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Ιβάνοβιτς, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”